- τοκετός
- ο роды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοκετός — childbirth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
τοκετός — ο γέννα, γέννηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοκετοῖο — τοκετός childbirth masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετοῖς — τοκετός childbirth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετοί — τοκετός childbirth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετοῦ — τοκετός childbirth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετούς — τοκετός childbirth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετέ — τοκετός childbirth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετῶν — τοκετός childbirth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοκετῷ — τοκετός childbirth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)